- τίλλεσθαι
- τίλλωb.pres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντίλλω — Α (συν. το παθ.) συντίλλομαι μαδιέμαι επίσης («οὐδὲ μάτην τίλλεσθαι... ὄρνιν ἔοικεν ἤ συντιλλέσθω Δήλιε και Πολέμων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τίλλω «μαδώ»] … Dictionary of Greek
τίλλω — ΝΜΑ 1. αποσπώ με βίαιο τρόπο τις τρίχες μου, μαδώ («πολιὰς δ ἄρ ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσί, τίλλων ἐκ κεφαλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. (στη νεοελλ. μόνο το ενεργ., ενώ στη μσν. και στην αρχ. μόνον το μέσ.) τίλλομαι ξεριζώνω τις τρίχες τής κεφαλής μου ως… … Dictionary of Greek